-
1 спасательный
спасательный σωτήριος, σωστικός; \спасательныйая лодка η σωσίβια λέμβος; \спасательныйая станция о σωστικός σταθμός; \спасательный круг (или пояс) το σωσίβιο* * *σωτήριος, σωστικόςспаса́тельная ло́дка — η σωσίβια λέμβος
спаса́тельная ста́нция — ο σωστικός σταθμός
спаса́тельный круг ( или по́яс) — το σωσίβιο
См. также в других словарях:
σωστικός — ή, ό / σωστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σωτικός, ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, καταστροφή, θάνατο κάποιον ή κάτι (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν αμέσως» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν εἶναι», Αριστοτ.) 2. σωτήριος,… … Dictionary of Greek